- εκσπώ
- (-άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ)νεοελλ.1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.»)2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.»)3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου, παραφέρομαιαρχ.-μσν.αποσπώ με τη βία κάτι που είναι σφιχτά δεμένο ή κολλημένο σε κάτι άλλο («τρίχες ἐκσπῶνται», Αριστοτ.)αρχ.1. ανασπώ, σύρω, τραβώ2. σπάζω κάτι3. αποσύρω.
Dictionary of Greek. 2013.